Γραικός

Γραικός
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας.
* * *
ο (AM Γραικός)
Έλληνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα τής Δωδώνης. Η ονομασία αυτή πρέπει να δόθηκε στους Έλληνες από τους Ιλλυριούς γείτονες τους, πράγμα στο οποίο συντείνει η μορφή τής λέξεως και η έλλειψη τού ελλ. επιθήματος -ικός. Αργότερα η λ. παραλήφθηκε από τους Λατίνους (ως Graeci), απ' όπου εισήχθη και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. Greeks
γαλλ. Grecs
γερμ. Griechen
ιταλ. Greci). Χωρίς επίθημα -k- εμφανίζεται η λ. στο λατ. Graius, μεσσαπ. Graias, Grahis. Η υπόθεση συσχετισμού τής λ. με την ονομασία τού λαού Γράες τής Ηπείρου ή με το «γη Γραικική» στον Ωρωπό πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογία, ενώ το Γραίκες «αι τών Ελλήνων μητέρες» (Αλκμάν) είναι μετασχηματισμός τού γραύς κατά το γυναίκες. Στην ελληνιστική εποχή η λ. Γραικοί, που ήταν συνώνυμη τού Έλληνες και χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, προήλθε πιθ. από το λατ. Graeci. Με την επιβολή όμως τού χριστιανισμού υποχώρησε η χρήση του ονόματος Έλληνες, επειδή δήλωνε αυτούς που λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και τη θέση του πήραν τα Ρωμαίοι, Ελλαδικοί και λιγότερο το Γραικοί, ενώ από τον 12ο αιώνα χρησιμοποιούνταν εξίσου τα Γραικοί, Ρωμαίοι, Έλληνες μέχρι την Επανάσταση τού 1821, αφότου επικράτησε και με επίσημη καθιέρωση η ονομασία Έλληνες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γραικός — Γραϊκός , Γραϊκός masc nom sg Γραικός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραῖκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραίκος ή Γραικός — Μυθολογικόπρόσωπο. Ο Γ. κατά τον Ησίοδο, ήταν γενάρχης των Γραικών, γιος του Δία και της κόρης του Δευκαλίωνα Πανδώρας …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος ο Γραικός ή ο Έλλην — (Άρτα 1470; – μονή Αγίου Σεργίου, κοντά στη Μόσχα 1556). Θεολόγος και συγγραφέας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, Η πολύπλευρη δράση του στη Ρωσία τον κατέστησε γνωστό στην ιστορία ως «φωτιστή των Ρώσων». Καταγόταν από εύπορη… …   Dictionary of Greek

  • Γραικῶν — Γραϊκῶν , Γραϊκός fem gen pl Γραϊκῶν , Γραϊκός masc/neut gen pl Γραικός fem gen pl Γραικός masc/neut gen pl Γραικός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραικά — Γραϊκά , Γραϊκός neut nom/voc/acc pl Γραϊκά̱ , Γραϊκός fem nom/voc/acc dual Γραϊκά̱ , Γραϊκός fem nom/voc sg (doric aeolic) Γραικός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Names of the Greeks — History of Greece This article is part of a series …   Wikipedia

  • Bezeichnungen für die Griechen — Seit dem 8. Jh. v. Chr. entstanden in Magna Graecia zahlreiche griechische Städte. Durch den Kontakt der Italiker mit diesen Siedlern, vermutlich Hellenen aus Graea, den Graeci, etablierte sich im Westen die Bezeichnung Griechen. Die… …   Deutsch Wikipedia

  • Nom des Grecs — Noms des Grecs La Grande Grèce aux environs de 280 av. J. C. C’est du contact avec des colons, probablement des « Gréens » de descendance dorienne que le mot « Grec » s’établit en Occident De nos jours, les Grecs se font… …   Wikipédia en Français

  • Noms des Grecs — La Grande Grèce aux environs de 280 av. J. C. C’est du contact avec des colons, probablement des « Gréens » de descendance dorienne que le mot « Grec » s’établit en Occident De nos jours, les Grecs se font appeler… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”